Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον

См. также в других словарях:

  • ραδές — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαδινός] …   Dictionary of Greek

  • ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»